- βαρυτάτου
- βαρύςheavy in weightmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
Μπερζεράκ, Σιρανό ντε- — (Syrano de Bergerac, 1619 – 1655). Γάλλος συγγραφέας. Αρχικά υπηρέτησε στον στρατό, τον οποίο όμως εγκατέλειψε εξαιτίας βαρύτατου τραυματισμού. Έγραψε τα θεατρικά έργα Ο θάνατος της Αγριππίνας (1653 αξιόλογη τραγωδία) και Ο περιπαιζόμενος… … Dictionary of Greek